καθημερίσια

καθημερίσια
καθημερίσια, τὰ (Α)
επιγρ. αμοιβή για ημερήσια εργασία, ημερομίσθιο, μεροκάματο.
[ΕΤΥΜΟΛ. καθημερίσια αντί τής ορθ. γραφής καθημερήσια < κατ(α)-* + ἡμερήσιος (< ἡμέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”